πολυάδελφος

πολυάδελφος
πολυ-άδελφος, mit vielen Brüdern

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυάδελφος — with many brothers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάδελφος — ον, Α αυτός που έχει πολλά αδέλφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀδελφός (πρβλ. ολιγ άδελφος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυάδελφον — πολυάδελφος with many brothers masc/fem acc sg πολυάδελφος with many brothers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαδέλφους — πολυάδελφος with many brothers masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαδέλφων — πολυάδελφος with many brothers masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάδελφοι — πολυάδελφος with many brothers masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαδελφία — η, ΝΑ, πολλαδελφία, Α νεοελλ. η περίπτωση κατά την οποία οι στήμονες τού άνθους είναι ενωμένοι στη βάση τους ανά τρεις ή τέσσερεις κατά δεσμίδες αρχ. η ύπαρξη πολλών αδελφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυάδελφος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”